- Ζηνώνειος
- Ζηνώνειος, ον,A of Zeno,
αἵρεσις D.L.1.19
; τὸ Z. Ph.2.460; Z., ὁ, Stoic philosopher, D.L.7.5:—also [full] Ζηνωνικός, [dialect] Dor. [full] Ζᾱν-, ή, όν, ἔρως Cerc.9.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἵρεσις D.L.1.19
; τὸ Z. Ph.2.460; Z., ὁ, Stoic philosopher, D.L.7.5:—also [full] Ζηνωνικός, [dialect] Dor. [full] Ζᾱν-, ή, όν, ἔρως Cerc.9.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζηνώνειος — ζηνώνειος, ον (Α) [Ζήνων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα («ζηνώνειος αἵρεσις) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ζηνώνειος στωικός φιλόσοφος … Dictionary of Greek
Ζηνώνειος — of Zeno masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνώνειον — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem acc sg Ζηνώνειος of Zeno neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνωνείου — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνωνείους — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνώνειοι — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηνωνικός — ζηνωνικός, ή, όν (Α) ο ζηνώνειος … Dictionary of Greek